- ακαθύβριστος
- η , ο [ος , ον ] неоскорблённый, необруганный;
δεν άφηκε άνθρωπο ακαθύβριστ — о он всех оскорбил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν άφηκε άνθρωπο ακαθύβριστ — о он всех оскорбил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακαθύβριστος — η, ο [καθυβρίζω] 1. αυτός που δεν έχει υβριστεί 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ατίμωση … Dictionary of Greek